λεμφαδένας

λεμφαδένας
Ωοειδής δομή που εντοπίζεται κατά μήκος της πορείας των λεμφαγγείων. Φιλτράρει τη λέμφο (βλ. λ.) και ενεργεί ως φραγμός για την εξάπλωση μιας λοίμωξης. Η διόγκωσή του μπορεί να είναι ένδειξη τοπικής φλεγμονής, συστηματικής διαταραχής ή μεταστατικής νεοπλασίας. Βλ. λ. γάγγλιο. λεμφαδενοπάθεια. Πάσης φύσεως πάθηση (λοίμωξη, συστηματική νόσος, πρωτοπαθές ή δυτεροπαθές νεόπλασμα κλπ.) που προσβάλλει τους λ. και προκαλεί τη διόγκωσή τους.
* * *
ο
ανατ. το λεμφογάγγλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lymphaden].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… …   Dictionary of Greek

  • λεμφ(ο)- — α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται η λ. λέμφος σε πολλούς ιατρικούς όρους οι οποίοι αναφέρονται στη λέμφο. Οι όροι αυτοί είναι αποδόσεις στην ελλ. ελληνογενών ξένων όρων, που εμφανίζουν ως α συνθετικό lymp(o) < λατ. lympha < αρχ. λατ.… …   Dictionary of Greek

  • λεμφογάγγλιο — το ανατ. στοιχείο τού λεμφικού συστήματος με διάμετρο 1 έως 25 χιλιοστομέτρων και με σχήμα στρογγυλό, ωοειδές ή φασιολοειδές που απαντά μεμονωμένο ή κατά ομάδες κατά μήκος τών λεμφαγγείων, αλλ. λεμφαδένας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”